Μίλερ, Γκλεν

Μίλερ, Γκλεν
(Glenn Miller, Κλαρίντα, Αϊόβα 1904 – 1944). Αμερικανός συνθέτης, τρομπονίστας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο άρχισε να αναπτύσσει έντονο ενδιαφέρον για τη μουσική και έπαιζε παράλληλα με το συγκρότημα του Μπόιντ Σέντερ στο Ντένβερ. Εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο στο τρίτο έτος, για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική. Το 1927 προσχώρησε στην ορχήστρα του Μπεν Πόλακ. Όταν η ορχήστρα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, ο Μίλερ εγκατέλειψε το συγκρότημα και άρχισε να συνεργάζεται με άλλους μουσικούς της πόλης, όπως οι Ντόρσεϊ Μπράδερς, ο Ρεντ Νίκολς και ο Σμιθ Μπάλιου. Το 1934 βοήθησε τον Ρέι Νομπλς να σχηματίσει τη δική του μετέπειτα διάσημη ορχήστρα. Το 1937, η εμπειρία του με τις μεγάλες ορχήστρες της εποχής, τον βοήθησε να σχηματίσει τη δική του ορχήστρα. Έως το 1939 η ορχήστρα είχε διαλύσει και σχηματιστεί εκ νέου και η φήμη της άρχισε να διαδίδεται στις ΗΠΑ. Η μουσική που έπαιζε ήταν ένα κράμα τζαζ, σουίνγκ και σύγχρονων ρυθμών. Το 1942 διέλυσε οριστικά την ορχήστρα και κατατάχθηκε στην αμερικανική αεροπορία, σχηματίζοντας μια στρατιωτική χορευτική μπάντα για τη διασκέδαση των στρατευμάτων. Το 1944 σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα, σε μια πτήση προς το Παρίσι. Το 1953 γυρίστηκε προς τιμήν του η κινηματογραφική ταινία Γκλεν Μίλερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Άντονι — (Anthony Mann, Σαν Ντιέγκο, 1906 – Βερολίνο, 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Εμίλ Άντον Μπάντμαν (Emil Anton Bundmann). Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι και ως παραγωγός. Τη δεκαετία του …   Dictionary of Greek

  • Μαντσίνι, Χένρι — (Henry Mancini, Κλίβελαντ 1924 – Λος Άντζελες 1994). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, μαέστρος, ενορχηστρωτής. Ξεκίνησε σπουδές μουσικής στην Ακαδημία Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης το 1942, αλλά το επόμενο έτος αναγκάστηκε να διακόψει εξαιτίας του Β’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”